- συμπαρατρέφω
- Αανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαρατρεφόμενος — συμπαρατρέφω bring up pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρατρέφουσα — συμπαρατρέφω bring up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)